μητροπολιτικά

μητροπολιτικά
μητροπολιτικός
belonging to a
neut nom/voc/acc pl
μητροπολιτικά̱ , μητροπολιτικός
belonging to a
fem nom/voc/acc dual
μητροπολιτικά̱ , μητροπολιτικός
belonging to a
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μητροπολιτικάς — μητροπολιτικά̱ς , μητροπολιτικός belonging to a fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Chainides — Chainides, 2008 Background information Origin Crete Genres Folk …   Wikipedia

  • αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”